- παράπηγμα
- το, ΝΜΑ [παραπήγνυμι]νεοελλ.1. πρόχειρο οίκημα κατασκευασμένο από σανίδες, η παράγκα2. στον πληθ. τα παραπήγματαα) όλα τα πρόσθετα μέρη που βρίσκονται πάνω στο κατάστρωμα και στα τοιχώματα τού σκάφους, όπως τα ακροστόλια, τα δρύφακτα, οι εξώστες κ.λπ.β) αυθαίρετοι οικισμοί, εκτός σχεδίου πόλεως, οι οποίοι βρίσκονται κατά κανόνα στις παρυφές τών αστικών κέντρωνμσν.ιδίωμα, ιδιότητα («ἔχων τι ὅμως καὶ ὡς ἁνθρωπος καὶ παράπηγμα κακίας», Ευστ.)αρχ.1. καθετί που μπήγεται κοντά, παραπλεύρως2. πινακίδα στην οποία γράφονταν νόμοι, χρονολογικές και αστρονομικές κ.ά. παρατηρήσεις, είδος αστρονομικού και μετεωρολογικού ημερολογίου3. χρονολογική ιστορία, χρονικό4. κανόνας, γνώμονας, υπόδειγμα5. (ως κύριον όν.) Παράπηγματίτλος αστρονομικού και μετεωρολογικού συγγράμματος τού Δημοκρίτου.
Dictionary of Greek. 2013.